αντιπηκτικός

αντιπηκτικός
-ή, -ό
(ουσία) που εμποδίζει την πήξη του αίματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αντιπηκτικός — ή, ό 1. αυτός που εμποδίζει την πήξη. 2. το ουδ. ως ουσ., αντιπηκτικό υγρό που διαλύεται μέσα σε ένα άλλο για να εμποδίσει το πάγωμά του το χειμώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”